ἐπιβαπτίζω

ἐπιβαπτίζω
ἐπιβαπτίζω, metaph.,
A sink, overwhelm, J.BJ1.27.1,3.7.15.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • επιβαπτίζω — ἐπιβαπτίζω (Α) [επιβάπτω] καλύπτω μέσα στο νερό, βυθίζω …   Dictionary of Greek

  • ἐπιβαπτίζοντα — ἐπιβαπτίζω sink pres part act neut nom/voc/acc pl ἐπιβαπτίζω sink pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιβαπτίσειν — ἐπιβαπτίζω sink fut inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαφτίζω — (AM βαπτίζω) 1. (για ιερέα) τελώ το μυστήριο του βαπτίσματος 2. βυθίζω σε νερό ή άλλο υγρό («βάφτισε ο παπάς τον σταυρό στη λεκάνη», «ὁ διάβολος βαπτίσας τὸν ἀκροατήν ὕπνῳ») μσν. νεοελλ. 1.βαφτίζω κάποιον ως ανάδοχος («αναδέχομαι εκ της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”